- προκαταβολικός
- -ή, -ό1. αυτός που προκαταβάλλεται.2. αυτός που γίνεται από πριν: Προκαταβολική συμφωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προκαταβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που καταβάλλεται εκ τών προτέρων, αυτός που προπληρώνεται («προκαταβολική εξόφληση») 2. αυτός που γίνεται εκ τών προτέρων («προκαταβολική δήλωση»). επίρρ... προκαταβολικώς και προκαταβολικά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προαρίθμησις — ήσεως, ή, Α [προαριθμῶ] αρίθμηση που γίνεται εκ τών προτέρων, προκαταβολικός λογαριασμός … Dictionary of Greek
προτιμολόγηση — η, Ν [προτιμολογώ] προκαταβολικός υπολογισμός τής τιμής εμπορεύματος, τιμολόγηση πριν από την ολοκλήρωση εμπορικής πράξης … Dictionary of Greek